- αλεποφωλιά
- και αλουποφωλιά, ηφωλιά αλεπούς, αλεπότρυπα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλεπού + φωλιά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλεποφωλιά — αλεποφωλιά, η και αλουποφωλιά, η η φωλιά της αλεπούς, αλεπότρυπα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλεπού — Ονομασία που αποδίδεται σε διάφορα σαρκοφάγα του γένους αλώπηξ της οικογένειας των κυνιδών. Τα βασικά διακριτικά γνωρίσματα του γένους αυτού είναι: οξύ ρύγχος, η κατατομή του οποίου αποτελεί προέκταση της αντίστοιχης του μετώπου, όρθια αφτιά με… … Dictionary of Greek